- κροτάφων
- κρόταφοςside of the foreheadmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορσοειδής — κορσοειδής, ές (Α) φρ. «κορσοειδής λίθος» πολύτιμος λίθος με φαιό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση με σημ. «κόμη τών κροτάφων» + ειδής (< εἶδος). Η ονομ. τής πέτρας λόγω τού συχνά φαιού χρώματος τής κόμης τών κροτάφων] … Dictionary of Greek
ANTIAE — apud Tertullian. de Pallio c. 4. ubi de Hercule, apud Omphalem serviente: Credo et iubas pectinem passas, ne cervicem enervem inureret stiria leonina: hiatus crinibus infarsos, genuinos inter antias adumbratos: non sunt, ut quidam volunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
POMIS corona (ex) — ex POMIS corona Autummo olim texta. Horat. Epod. Ode 2. v. 17. Vel cum decorum mitibus pomis caput Autumnus arvis extulit. Quo digitum intendit Silius Italic. l. 14. v. 589. Temporaque Autumni latis florentia donis Foedavit. Etiam ipsi Insitores… … Hofmann J. Lexicon universale
επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες … Dictionary of Greek
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
κνήσις — κνῆσις, ἡ (Α) [κνω] 1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.) 2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την… … Dictionary of Greek
κουτρούβι(ν) — κουτρούβι(ν), τὸ (Μ) είδος πήλινου δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρούφι (διαλεκτ. τ. τού κροτάφων, υποκορ. τού κρόταφος), με ηχηροποίηση (φ>β). Για τη μεταφορά σημ. από «τμήμα κεφαλιού» σε «είδος δοχείου» και το αντίστροφο βλ. και κούτελο] … Dictionary of Greek
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… … Dictionary of Greek